exaggerated
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | exaggerated |
συγκριτικός | more exaggerated |
υπερθετικός | most exaggerated |
exaggerated (en)
- υπερβολικός, που φαίνεται να είναι μεγαλύτερο, καλύτερο, χειρότερο ή πιο σημαντικό από ό,τι πραγματικά είναι ή πρέπει να είναι
- ↪ I don’t really believe him, he always has exaggerated descriptions.
- Δεν τον πολύ πιστεύω, είναι πάντα υπερβολικός στις περιγραφές του.
- ↪ I don’t really believe him, he always has exaggerated descriptions.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαexaggerated (en)
- αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του exaggerate