ενεστώτας exaggerate
γ΄ ενικό ενεστώτα exaggerates
αόριστος exaggerated
παθητική μετοχή exaggerated
ενεργητική μετοχή exaggerating

Ετυμολογία

επεξεργασία

exaggerate (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, τα παραλέω, υπερτονίζω, κάνω κάτι να φαίνεται μεγαλύτερο, καλύτερο, χειρότερο ή πιο σημαντικό από ό,τι πραγματικά είναι
    παράδειγμα  He has the tendency to exaggerate.
    Έχει την τάση να υπερβάλλει.
    παράδειγμα  He exaggerates his successes to impress.
    Μεγαλοποιεί τις επιτυχίες του για να προκαλέσει εντύπωση.
    παράδειγμα  Don’t exaggerate because we won’t believe you.
    Μην τα παραλές γιατί δεν σε πιστεύουμε.
    παράδειγμα  The importance of private initiative should not be exaggerated.
    Δεν πρέπει να υπερτονίζεται η σημασία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

Συνώνυμα

επεξεργασία