exaggerate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | exaggerate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exaggerates |
αόριστος | exaggerated |
παθητική μετοχή | exaggerated |
ενεργητική μετοχή | exaggerating |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- exaggerate < λατινική exaggeratus < exaggerare < ex + aggerare
Ρήμα
επεξεργασία
exaggerate (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)
- υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, τα παραλέω, υπερτονίζω, κάνω κάτι να φαίνεται μεγαλύτερο, καλύτερο, χειρότερο ή πιο σημαντικό από ό,τι πραγματικά είναι
He has the tendency to exaggerate.
- Έχει την τάση να υπερβάλλει.
He exaggerates his successes to impress.
- Μεγαλοποιεί τις επιτυχίες του για να προκαλέσει εντύπωση.
Don’t exaggerate because we won’t believe you.
- Μην τα παραλές γιατί δεν σε πιστεύουμε.
The importance of private initiative should not be exaggerated.
- Δεν πρέπει να υπερτονίζεται η σημασία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.