erarema
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | erarema | eraremaj |
αιτιατική | erareman | eraremajn |
erarema (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | erarema | eraremaj |
αιτιατική | erareman | eraremajn |
erarema (eo)