ενεστώτας enlist
γ΄ ενικό ενεστώτα enlists
αόριστος enlisted
παθητική μετοχή enlisted
ενεργητική μετοχή enlisting

  Ετυμολογία

επεξεργασία
enlist < en- + list

enlist (en)

  1. (μεταβατικό) στρατολογώ, πείθω κάποιον να με βοηθήσει ή να κάνει κάτι μαζί μου
    ⮡  They are enlisting members for the party.
    Στρατολογούν μέλη για το κόμμα.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) στρατολογώ, κατατάσσω, εγγράφω κάποιον ή εγγράφομαι στη δύναμη στρατιωτικής μονάδας
    ⮡  The feudal lords were enlisting volunteers and mercenaries.
    Οι φεουδάρχες στρατολογούσαν εθελοντές και μισθοφόρους.
    ⮡  They enlisted him in the artillery.
    Τον κατέταξαν στο πυροβολικό.
    ⮡  I am enlisting in the military.
    Κατατάσσομαι στο στρατό.

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη recruit