enlist
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | enlist |
γ΄ ενικό ενεστώτα | enlists |
αόριστος | enlisted |
παθητική μετοχή | enlisted |
ενεργητική μετοχή | enlisting |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαenlist (en)
- (μεταβατικό) στρατολογώ, πείθω κάποιον να με βοηθήσει ή να κάνει κάτι μαζί μου
- ⮡ They are enlisting members for the party.
- Στρατολογούν μέλη για το κόμμα.
- ⮡ They are enlisting members for the party.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) στρατολογώ, κατατάσσω, εγγράφω κάποιον ή εγγράφομαι στη δύναμη στρατιωτικής μονάδας
- ⮡ The feudal lords were enlisting volunteers and mercenaries.
- Οι φεουδάρχες στρατολογούσαν εθελοντές και μισθοφόρους.
- ⮡ They enlisted him in the artillery.
- Τον κατέταξαν στο πυροβολικό.
- ⮡ I am enlisting in the military.
- Κατατάσσομαι στο στρατό.
- ⮡ The feudal lords were enlisting volunteers and mercenaries.
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη recruit