recruit
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
recruit | recruits |
recruit (en)
- (στρατιωτικός όρος) ο νεοσύλλεκτος
- καινούριο απόθεμα για κάτι που εξαντλήθηκε
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | recruit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | recruits |
αόριστος | recruited |
παθητική μετοχή | recruited |
ενεργητική μετοχή | recruiting |
recruit (en)
- στρατολογώ, επιστρατεύω
- (μεταφορικά) χρησιμοποιούμαι για σκοπό
- προσλαμβάνω νέο προσωπικό
- ανανεώνω, αναζωογονώ με νέα αποθέματα