enamour
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | enamour |
γ΄ ενικό ενεστώτα | enamours |
αόριστος | enamoured |
παθητική μετοχή | enamoured |
ενεργητική μετοχή | enamouring |
Ετυμολογία
επεξεργασία- enamour < παλαιά γαλλικά enamourer, enamorer < en- (< λατινικό in) + γαλλικά amour (αγάπη), λατινικά amor. Δείτε amour, και συγκρίνετε με το inamorato.
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαenamour (en)