ekspresvojo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekspresvojo | ekspresvojoj |
αιτιατική | ekspresvojon | ekspresvojojn |
ekspresvojo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekspresvojo | ekspresvojoj |
αιτιατική | ekspresvojon | ekspresvojojn |
ekspresvojo (eo)