dzięki
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdzięki (pl) αρσενικό
- η ευχαριστία, το ευχαριστώ
Σημειώσεις
επεξεργασία- χρησιμοποιείται μόνο στην ονομαστική και αιτιατική του ενικού ενώ για τις υπόλοιπες πτώσεις και τον πληθυντικό χρησιμοποιείται το podziękowanie
Πρόθεση
επεξεργασίαdzięki (pl) αρσενικό
- χάριν, χάρη, για χάρη, εξαιτίας, λόγω
- dzięki temu - χάριν αυτού (χάρη σε αυτό, εξαιτίας αυτού, λόγω αυτού κλπ)
- Esperanto jest sztucznym językiem, którego głośniki rośnie od 1887 roku i głównie dzięki internet - η εσπεράντο είναι τεχνητή γλώσσα της οποίας οι ομιλητές αυξάνονται όλο και περισσότερο από το 1887 και, κυρίως, χάρη στο ίντερνετ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- συντάσσεται με δοτική (celownik)
- χρησιμοποιείται μόνο για θετικό αποτέλεσμα (ή ειρωνικά) ενώ σε αντίθετη περίπτωση χρησιμοποιούνται τα συνώνυμα
Επιφώνημα
επεξεργασίαdzięki (pl) αρσενικό