χάριν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χάριν < αρχαία ελληνική αιτιατική του χάρις
Πρόθεση επεξεργασία
χάριν
- για χάρη· χρησιμοποιείται σε εκφράσεις που δηλώνουν το σκοπό
- χάριν συντομίας
- παραδείγματος χάριν
- λόγου χάριν
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
χάριν
- (καθαρεύουσα) αιτιατική ενικού του χάρις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πρόθεση επεξεργασία
χάριν
- για χάρη· χρησιμοποιείται σε εκφράσεις που δηλώνουν το σκοπό
- ταῦτά τέ μοι δοκοῦσιν οἱ πάλαι παρεισαγαγεῖν οὐ τρυφῆς καὶ περιουσίας χάριν (Πολύβιος, Ιστορίαι, 4.21)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
χάριν