ενεστώτας double up
γ΄ ενικό ενεστώτα doubles up
αόριστος doubled up
παθητική μετοχή doubled up
ενεργητική μετοχή doubling up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
double up < → δείτε τις λέξεις double και up

double up (en)

  1. (αμετάβατο) διπλώνω, σκύβω γρήγορα, για παράδειγμα γιατί πονάω
    ⮡  The hit/the pain made him double up.
    Το χτύπημα/ο πόνος τον έκανε να διπλωθεί στα δύο.
    ⮡  We doubled up with laughter.
    Διπλωθήκαμε στα δυο από τα γέλια.
     συνώνυμα: double over
  2. (μεταβατικό) διπλώνω κάτι στα δυο
    ⮡  I double up a blanket.
    Διπλώνω μια κουβέρτα στα δυο.