double up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | double up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | doubles up |
αόριστος | doubled up |
παθητική μετοχή | doubled up |
ενεργητική μετοχή | doubling up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdouble up (en)
- (αμετάβατο) διπλώνω, σκύβω γρήγορα, για παράδειγμα γιατί πονάω
- ↪ The hit/the pain made him double up.
- Το χτύπημα/ο πόνος τον έκανε να διπλωθεί στα δύο.
- ↪ We doubled up with laughter.
- Διπλωθήκαμε στα δυο από τα γέλια.
- ≈ συνώνυμα: double over
- ↪ The hit/the pain made him double up.
- (μεταβατικό) διπλώνω κάτι στα δυο
- ↪ I double up a blanket.
- Διπλώνω μια κουβέρτα στα δυο.
- ↪ I double up a blanket.
Πηγές
επεξεργασία- double up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 241. ISBN 9780194325684., λήμμα: διπλώνω