ενεστώτας double over
γ΄ ενικό ενεστώτα doubles over
αόριστος doubled over
παθητική μετοχή doubled over
ενεργητική μετοχή doubling over

  Ετυμολογία

επεξεργασία
double over < → δείτε τις λέξεις double και over

double over (en)

  • (αμετάβατο) διπλώνω, σκύβω γρήγορα, για παράδειγμα γιατί πονάω
    ⮡  The hit/the pain made him double over.
    Το χτύπημα/ο πόνος τον έκανε να διπλωθεί στα δύο.
    ⮡  We doubled over with laughter.
    Διπλωθήκαμε στα δυο από τα γέλια.
     συνώνυμα: double up