disvastiĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- disvastiĝo < dis (πρόθημα που σημαίνει « εξάπλωση, ανάπτυξη ») + vasta (ευρύς, εκτεταμένος) + -iĝ- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | disvastiĝo | disvastiĝoj |
αιτιατική | disvastiĝon | disvastiĝojn |
disvastiĝo (eo)
Άλλες γραφές επεξεργασία
- disvastigho στο H-sistemo
- disvastigxo στο X-sistemo