Ετυμολογία

επεξεργασία
vasta < vast- + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική vasta vastaj
αιτιατική vastan vastajn

vasta (eo)

temas pri vasta temo - πρόκειται για (ένα) ευρύ θέμα