Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

dissendlisto < dis.sendlist + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική dissendlisto dissendlistoj
αιτιατική dissendliston dissendlistojn

dissendlisto (eo)

  • (στο διαδίκτυο) η λίστα συνδρομητών στους οποίους στέλνεται ένα ενημερωτικό φυλλάδιο (newsletter)

  Μεταφράσεις επεξεργασία