Ετυμολογία

επεξεργασία
disallow < dis- + allow

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dɪsəˈlaʊ/
 
ενεστώτας disallow
γ΄ ενικό ενεστώτα disallows
αόριστος disallowed
παθητική μετοχή disallowed
ενεργητική μετοχή disallowing

disallow (en)

  1. δεν επιτρέπω, απαγορεύω
     συνώνυμα: forbid
  2. ακυρώνω, απορρίπτω (πχ ένα γκολ)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία