denaska
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | denaska | denaskaj |
αιτιατική | denaskan | denaskajn |
denaska (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | denaska | denaskaj |
αιτιατική | denaskan | denaskajn |
denaska (eo)