γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό découpeur découpeurs
θηλυκό découpeuse découpeuses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

découpeur (fr)

  1. εργάτης / εργάτρια που κόβει κάτι
  2. τεχνικός που αποκόπτει και ενώνει σενάρια
  3. (μόνο στο θηλυκό) μηχανή που κόβει ξύλο, μαλλί, ύφασμα

Συγγενικά

επεξεργασία