découpeur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | découpeur | découpeurs |
θηλυκό | découpeuse | découpeuses |
Ουσιαστικό επεξεργασία
découpeur (fr)
- εργάτης / εργάτρια που κόβει κάτι
- τεχνικός που αποκόπτει και ενώνει σενάρια
- (μόνο στο θηλυκό) μηχανή που κόβει ξύλο, μαλλί, ύφασμα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη découper