Ετυμολογία

επεξεργασία
convenience store < convenience & store

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
convenience store convenience stores

convenience store (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία