Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ενεστώτας commute
γ΄ ενικό ενεστώτα commutes
αόριστος commuted
παθητική μετοχή commuted
ενεργητική μετοχή commuting

commute (en)

  1. (μεταβατικό, νομικός όρος) μετατρέπω ποινή
    ⮡  I commute a death sentence to a life sentence.
    Μετατρέπω θανατική ποινή σε ισόβια κάθειρξη.
  2. (μεταβατικό, οικονομία) εναλλάσσω ένα είδος πληρωμής με άλλο
    ⮡  I commute an annuity into a lump sum.
    Εναλλάσσω ισόβια πρόσοδο με εφάπαξ ποσό.

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
commute commutes

commute (en)

  • το ταξίδι που κάνω όταν πηγαινοέρχομαι στη δουλειά από το σπίτι μου
    ⮡  My daily commute is one hour.
    Το καθημερινό μου ταξίδι στη δουλειά είναι μία ώρα.
ενεστώτας commute
γ΄ ενικό ενεστώτα commutes
αόριστος commuted
παθητική μετοχή commuted
ενεργητική μετοχή commuting

commute (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) πηγαινοέρχομαι, ταξιδεύω τακτικά με λεωφορείο, τρένο, αυτοκίνητο κτλ. μεταξύ του τόπου εργασίας μου και του σπιτιού μου
    ⮡  I commute to my job twice daily.
    Κάθε μέρα πηγαινοέρχομαι δυο φορές στη δουλειά μου.
    ⮡  I commute three times a month for business.
    Πηγαινοέρχομαι τρεις φορές το μήνα στην Αθήνα για δουλειές.