ενεστώτας come across
γ΄ ενικό ενεστώτα comes across
αόριστος came across
παθητική μετοχή come across
ενεργητική μετοχή coming across

  Ετυμολογία

επεξεργασία
come across → δείτε τις λέξεις come και across

come across (en)

  1. δίνω την εντύπωση, γίνομαι
    ⮡  He comes across as a pleasant person.
    Δίνει εντύπωση ευχάριστου ανθρώπου.
    ⮡  With his behavior he came across unpleasant to many people.
    Με τη συμπεριφορά του έγινε δυσάρεστος σε πολύν κόσμο.
  2. συναντώ τυχαία, βρίσκω κατά τύχη, τυχαίνω, πέφτω σε κάποιον ή πέφτω πάνω σε κάτι
    ⮡  Stop at the first garage you come across.
    Σταμάτα στο πρώτο γκαράζ που θα συναντήσεις.
    ⮡  My friend was coming to see me, when you came across her on the street.
    Η φίλη μου ερχόταν να με δει, όταν τη συνάντησες στον δρόμο.
    ⮡  He came across an old friend.
    Έπεσε σ' έναν παλιό φίλο.
    ⮡  She came across some old photos.
    Έπεσε πάνω σε κάτι παλιές φωτογραφίες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη run across