come across
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | come across |
γ΄ ενικό ενεστώτα | comes across |
αόριστος | came across |
παθητική μετοχή | come across |
ενεργητική μετοχή | coming across |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcome across (en)
- δίνω την εντύπωση, γίνομαι
- ↪ He comes across as a pleasant person.
- Δίνει εντύπωση ευχάριστου ανθρώπου.
- ↪ With his behavior he came across unpleasant to many people.
- Με τη συμπεριφορά του έγινε δυσάρεστος σε πολύν κόσμο.
- ↪ He comes across as a pleasant person.
- συναντώ τυχαία, βρίσκω κατά τύχη, τυχαίνω, πέφτω σε κάποιον ή πέφτω πάνω σε κάτι
- ↪ Stop at the first garage you come across.
- Σταμάτα στο πρώτο γκαράζ που θα συναντήσεις.
- ↪ My friend was coming to see me, when you came across her on the street.
- Η φίλη μου ερχόταν να με δει, όταν τη συνάντησες στον δρόμο.
- ↪ He came across an old friend.
- Έπεσε σ' έναν παλιό φίλο.
- ↪ She came across some old photos.
- Έπεσε πάνω σε κάτι παλιές φωτογραφίες.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη run across
- ↪ Stop at the first garage you come across.
Πηγές
επεξεργασία- come across - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699, 843. ISBN 9780194325684., λήμμα: πέφτω, συναντώ