ενικός         πληθυντικός  
colony colonies

  Ετυμολογία

επεξεργασία
colony < λατινική colōnia < colōnus (αγρότης, άποικος) < colō (καλλιεργώ, κατοικώ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

colony (en)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • colony - Cambridge Dictionary online
  • colony - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  • colony - Oxford Learner's Dictionaries