ενικός         πληθυντικός  
colony colonies

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

colony (en)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • colony - Cambridge Dictionary online
  • colony - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  • colony - Oxford Learner's Dictionaries