colonial
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kəˈləʊ.ni.əl/ (ΗΒ)
Επίθετο
επεξεργασίαcolonial (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɔ.lɔ.njal/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | colonial | coloniaux |
θηλυκό | coloniale | coloniales |
colonial (fr)