chouillat
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
chouillat (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
chouillat (fr) αρσενικό
- παραλλαγή του chouïa από γαλλοποίηση της λέξης, ίχνος, πολύ μικρή ποσότητα
- Enfin un chouillat d'honnêteté journalistique ! - Επιτέλους ένα ίχνος δημοσιογραφική τιμιότητα!
Επίρρημα επεξεργασία
chouillat (fr)