Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
chiche
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
chiche
<
παλαιά γαλλική
chiche
<
λατινική
ciccus
(κόκκος
ροιάς
) και μετφ. «
non
ciccum», ουδέ
γρυ
.
Επίθετο
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
chiche
chiche
chiche
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
άκλιτο
(
παρωχημένο
)
σφιχτοχέρης
,
τσιγκούνης
≈
συνώνυμα
:
généreux
,
prodigue
φτωχικός
,
μίζερος
≈
συνώνυμα
:
abondant
,
copieux