ροιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ροιά ιων. < ροιή > ρέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ροιά θηλυκό,
δένδρο της οικογενείας των ροϊειδών, κοιν. ροδιά, ροϊδιά ή ροδιά και συνεκδοχικά ο καρπός της.
Μεταφράσεις επεξεργασία
ροιά
|
Δείτε επίσης : ροιάς |
ροιά θηλυκό,
δένδρο της οικογενείας των ροϊειδών, κοιν. ροδιά, ροϊδιά ή ροδιά και συνεκδοχικά ο καρπός της.
|