chastel
Παλαιά γαλλικά (fro)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- chastel < λατινική castellum, υποκοριστικό του castrum
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
cas sujet | chasteaus | chastel |
cas régime | chastel | chasteaus |
chastel αρσενικό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
cas sujet | chasteaus | chastel |
cas régime | chastel | chasteaus |
chastel αρσενικό