Ετυμολογία

επεξεργασία
charron < char

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʃa.ʁɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
charron charrons

charron (fr) αρσενικό

les outils du charron : bec-d'âne, châsse, chèvre, gouge, plane, selle - τα εργαλεία του αμαξοποιού

Συγγενικά

επεξεργασία