charron
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- charron < char
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
charron | charrons |
charron (fr) αρσενικό
- αυτός που φτιάχνει κάρα, καρότσια, καθώς και τις αντίστοιχες ρόδες, αμαξοποιός