Ετυμολογία

επεξεργασία
chèvre < (κληρονομημένο) μέση γαλλική chevre

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʃɛvʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chèvre chèvres

chèvre (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία