chevreau
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- chevreau < chèvre
Ουσιαστικό
επεξεργασίαchevreau (fr) αρσενικό, chevrette και chevrelle θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) το κατσικάκι (το μικρό της κατσίκας)
chevreau (fr) αρσενικό, chevrette και chevrelle θηλυκό