chain smoker
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
chain smoker | chain smokers |
Ετυμολογία επεξεργασία
- chain smoker < chain + smoker, (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Kettenraucher
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈt͡ʃeɪn ˈsmoʊkɚ/
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
chain smoker (en)
- αυτός που καπνίζει συνεχώς, που ανάβει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο («αλυσιδωτά») ή, γενικότερα, που καπνίζει πολύ, ο μανιώδης καπνιστής
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- chain smoking στην αγγλική Βικιπαίδεια