censor
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
censor (en)
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- censor < censeo < πρωτοϊταλική *kensēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱn̥s-é-ti / *ḱn̥s-eyé-ti < *ḱens- (αναγγέλλω)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ ελληνιστική κοινή: κήνσωρ
Πηγές επεξεργασία
- censor - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.