Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
censor censors

censor (en)

ενεστώτας censor
γ΄ ενικό ενεστώτα censors
αόριστος censored
παθητική μετοχή censored
ενεργητική μετοχή censoring

censor (en)

  • λογοκρίνω
    ⮡  The committee severely censored the movie.
    Η επιτροπή λογόκρινε αυστηρά την ταινία.
    ⮡  The letter was given to the public censored.
    Η επιστολή δόθηκε στη δημοσιότητα λογοκριμένη.



  Ετυμολογία

επεξεργασία
censor < censeo < πρωτοϊταλική *kensēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱn̥s-é-ti / *ḱn̥s-eyé-ti < *ḱens- (αναγγέλλω)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ελληνιστική κοινή: κήνσωρ