censor
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
censor | censors |
censor (en)
- ο λογοκριτής, ο κήνσορας, ο τιμητής
- ⮡ The book came out from the hands of the censors butchered.
- Το βιβλίο βγήκε από τα χέρια των λογοκριτών κατακρεουργημένο.
- ⮡ The censors cut it out.
- Η λογοκρισία το 'κοψε.
- ⮡ The book came out from the hands of the censors butchered.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | censor |
γ΄ ενικό ενεστώτα | censors |
αόριστος | censored |
παθητική μετοχή | censored |
ενεργητική μετοχή | censoring |
censor (en)
- λογοκρίνω
- ⮡ The committee severely censored the movie.
- Η επιτροπή λογόκρινε αυστηρά την ταινία.
- ⮡ The letter was given to the public censored.
- Η επιστολή δόθηκε στη δημοσιότητα λογοκριμένη.
- ⮡ The committee severely censored the movie.
Πηγές
επεξεργασία
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- censor < censeo < πρωτοϊταλική *kensēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱn̥s-é-ti / *ḱn̥s-eyé-ti < *ḱens- (αναγγέλλω)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ ελληνιστική κοινή: κήνσωρ
Πηγές
επεξεργασία- censor - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.