Δείτε επίσης: Buse
      ενικός         πληθυντικός  
buse buses

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
buse < bus- + -e

Επίρρημα

επεξεργασία

buse (eo)



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. buse - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν