buse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕσπεράντο (eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
Τουρκικά (tr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- buse < (άμεσο δάνειο) περσική بوسه (bôse)[1]
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
buse (tr)
- (παρωχημένο) το φιλί
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ buse - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν