Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

öpücük < öpmek + (-ü-) + -cük

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɶpyˈd͡ʒyc/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ö‐pü‐cük

  Ουσιαστικό επεξεργασία

öpücük (tr)

Κλίση επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  • (παρωχημένο) buse