bugliolo
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bugliolo < bollire < λατινική bullio < bulla < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *vhal-
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbugliolo (it) αρσενικό (πληθυντικός: buglioli)
- (ναυτικός όρος) κουβάς (συνήθως ξύλινος με σχοινί, με τον οποίον αδειάζουν τα νερά από ένα πλεούμενο)
- κάδος
- κομοδίνο
- ουροδοχείο φυλακισμένων
- → δείτε τη λέξη μπουγέλο