Ετυμολογία

επεξεργασία
bubbly < bubble + -ly

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός bubbly
συγκριτικός bubblier
υπερθετικός bubbliest

bubbly (en)

  1. αφρώδης, σαμπανιζέ
    ⮡  a bubbly wine - αφρώδης οίνος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fizzy
  2. (ανεπίσημο) ζωηρός, για ένα άτομο που είναι πάντα χαρούμενο, φιλικό και ενθουσιώδες
    ⮡  a bubbly personality - ζωηρή προσωπικότητα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη lively

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bubbly (en) (μη μετρήσιμο)