bubbly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | bubbly |
συγκριτικός | bubblier |
υπερθετικός | bubbliest |
bubbly (en)
- αφρώδης, σαμπανιζέ
- (ανεπίσημο) ζωηρός, για ένα άτομο που είναι πάντα χαρούμενο, φιλικό και ενθουσιώδες