breed
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενεστώτας | breed |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | breeds |
αόριστος | bred |
παθητική μετοχή | bred |
ενεργητική μετοχή | breeding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
ΡήμαΕπεξεργασία
breed (en)
ενεστώτας | breed |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | breeds |
αόριστος | bred |
παθητική μετοχή | bred |
ενεργητική μετοχή | breeding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
breed (en)