ενεστώτας bottle up
γ΄ ενικό ενεστώτα bottles up
αόριστος bottled up
παθητική μετοχή bottled up
ενεργητική μετοχή bottling up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
bottle up < → δείτε τις λέξεις bottle και up

bottle up (en)