aŭdebleco
(Ανακατεύθυνση από auxdebleco)
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭdebleco | aŭdeblecoj |
αιτιατική | aŭdeblecon | aŭdeblecojn |
aŭdebleco (eo)
- ακουστικότητα, η δυνατότητα να ακουστεί κάτι
Άλλες γραφές επεξεργασία
- audebleco στο H-sistemo
- auxdebleco στο X-sistemo