atheos
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- atheos < αρχαία ελληνική ἄθεος < θεός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαatheos (la) αρσενικό
- άθεος, αθεϊστής
- Diagoras, atheos qui dictus est (Κικέρων, De natura deorum, 1, 23, 63)
- Ο Διαγόρας, που αποκαλείται άθεος
- Diagoras, atheos qui dictus est (Κικέρων, De natura deorum, 1, 23, 63)
Άλλες μορφές
επεξεργασίακλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | atheos | atheī |
γενική | atheī | atheōrum |
δοτική | atheō | atheīs |
αιτιατική | atheon/atheum | atheōs |
κλητική | athee | atheī |
αφαιρετική | atheō | atheīs |