Ουσιαστικό

επεξεργασία

alvus (la) θηλυκό


αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική alvus alvī
γενική alvī alvōrum
δοτική alvō alvīs
αιτιατική alvum alvōs
κλητική alve alvī
αφαιρετική alvō alvīs
(β' κλίση)