agresiune
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαagresiune (ro) θηλυκό
- η επίθεση
- η εισβολή
- η εχθροπραξία
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία κλίση του agresiune
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o agresiune | agresiunea | nişte agresiuni | agresiunile |
γενική | a unei agresiuni | agresiunii | a unor agresiuni | agresiunilor |
δοτική | a unei agresiuni | agresiunii | a unor agresiuni | agresiunilor |
αιτιατική | o agresiune | agresiunea | nişte agresiuni | agresiunile |
κλητική | — | - | — | - |