Ετυμολογία

επεξεργασία
adaptation < (άμεσο δάνειο) γαλλική adaptation < μεσαιωνική λατινική adaptatio < adapter

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

adaptation (en)

  1. η προσαρμογή, η εναρμόνιση
    ⮡  The director is criticized for the delay in the adaptation of the telecommunications group to the new technology.
    O διευθυντής επικρίνεται για καθυστέρηση στην προσαρμογή του τηλεπικοινωνιακού ομίλου στη νέα τεχνολογία.
  2. η διασκευή
  3. η προσαρμοστικότητα
  4. η ευνοϊκή τροποποίηση
  5. (βιολογία) η ανάπτυξη νέου χαρακτηριστικού

Συγγενικά

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
adaptation adaptations

  Ετυμολογία

επεξεργασία
adaptation < μεσαιωνική λατινική adaptatio > adapter

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.dap.ta.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

adaptation (fr) θηλυκό

  1. η προσαρμογή, η εναρμόνιση
  2. (μουσική) η διασκευή
  3. η απόδοση

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη adapter

Δείτε επίσης

επεξεργασία