accolade
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
accolade | accolades |
accolade (fr) θηλυκό
- άγκιστρο στην τυπογραφία (τα σύμβολα { } )
- (αρχιτεκτονική) χαμηλό τόξο με καμπύλες προς τα κάτω και προς τα πάνω που μοιάζει με μαθηματική αγκύλη στη γοτθική αρχιτεκτονική
- το να περνά κανείς το μπράτσο γύρω από το λαιμό ή τους ώμους κάποιου, το αγκάλιασμα