accidentel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ksi.dɑ̃.tɛl/
- ⓘ
Ετυμολογία
επεξεργασία- accidentel < accident
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | accidentel | accidentels |
θηλυκό | accidentelle | accidentelles |
accidentel (fr)