aboninformo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aboninformo | aboninformoj |
αιτιατική | aboninformon | aboninformojn |
aboninformo (eo)
- (συνήθως στον πληθυντικό) πληροφορία για συνδρομή