informo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | informo | informoj |
αιτιατική | informon | informojn |
informo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | informo | informoj |
αιτιατική | informon | informojn |
informo (eo)