Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

abîme και abyme < εκκλησιαστική λατινική abyssus, με παραφθορά σε abismus

Σημειώσεις επεξεργασία

Το abyssus έδωσε τη γαλλική abysse.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.bim/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
abîme abîmes

abîme (fr) αρσενικό

  1. η άβυσσος
  2. (θρησκεία) les abîmes de l'enfer - τα βάθη της κόλασης
  3. (μεταφορικά) το ηθικό βάραθρο

Συγγενικά επεξεργασία