abîme
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- abîme και abyme < εκκλησιαστική λατινική abyssus, με παραφθορά σε abismus
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- Το abyssus έδωσε τη γαλλική abysse.
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
abîme | abîmes |
abîme (fr) αρσενικό