aŭtopordo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtopordo | aŭtopordoj |
αιτιατική | aŭtopordon | aŭtopordojn |
aŭtopordo (eo)
- η πόρτα ενός αυτοκινήτου
Άλλες γραφές
επεξεργασία- autopordo στο H-sistemo
- auxtopordo στο X-sistemo