Ετυμολογία

επεξεργασία
aŭto < aŭt + -o

Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική aŭtoaŭtoj
αιτιατική aŭtonaŭtojn

aŭto (eo)

  • το αυτοκίνητο
    oni povas parki aŭton en la kelo, μπορεί κανείς να παρκάρει το αυτοκίνητό του στο υπόγειο