aĉetvaloro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉetvaloro | aĉetvaloroj |
αιτιατική | aĉetvaloron | aĉetvalorojn |
aĉetvaloro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉetvaloro | aĉetvaloroj |
αιτιατική | aĉetvaloron | aĉetvalorojn |
aĉetvaloro (eo)